ανυψωτικός

ανυψωτικός
-ή, -ό
ο χρήσιμος ή κατάλληλος για ανύψωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανυψώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον μηχανικό Αναστάσιο Σούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορθωτικός — ή, ό κατάλληλος για όρθωση, ανυψωτικός («ορθωτική μηχανή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”